- άχριστος
- -η, -ο (Μ ἄχριστος, -ον)όποιος δεν έχει λάβει το χρίσμα, ασεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χριστός < χρίω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχριστία — η (Μ ἀχριστία) [άχριστος] το να μη πιστεύει κάποιος στον Χριστό, η ασέβεια … Dictionary of Greek